-
1 μαγ-ῳδή
μαγ-ῳδή, ἡ, = Folgdm, Hesych. erkl. ὄρχησις ἁπαλή.
-
2 βαυκισμός
βαυκισμός, ὁ, eine Art Tanz, Poll. 4, 100; nach Hesych. ein ionischer, nach Schol. Il. 22, 391 ἁπαλὴ ὄρχησις.
См. также в других словарях:
μαγωδία — μαγῳδία και, κατά τον Ησύχ., μαγῳδή, ἡ (Α) [μαγωδός] 1. είδος άσεμνης κωμικής παράστασης, παντομίμας, που συνοδευόταν από τύμπανα και κύμβαλα 2. η τέχνη, το παίξιμο τού μαγωδού 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῳδή ὄρχησις ἁπαλή» … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия